ατσιγγαναριό

ατσιγγαναριό
το
1. κατασκήνωση τσιγγάνων
2. τόπος ακατάστατος και βρόμικος
3. εργαστήριο τσιγγάνου, σιδεράδικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”